ψιθυρισμός

ψιθυρισμός
ψιθυρισμός
whispering
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψιθυρισμός — ο, ΝΜΑ [ψιθυρίζω] ψιθύρισμα αρχ. 1. συκοφαντία («καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις», ΚΔ) 2. φυλακτήριο ή μαγικό μέσο που αποκτά μαγική δύναμη με ψιθύρισμα 3. κροτάλισμα …   Dictionary of Greek

  • ψιθυρισμός — ο βλ. ψιθύρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιθυρισμοῖς — ψιθυρισμός whispering masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμοί — ψιθυρισμός whispering masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμοῦ — ψιθυρισμός whispering masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμούς — ψιθυρισμός whispering masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμῶν — ψιθυρισμός whispering masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμῷ — ψιθυρισμός whispering masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυρισμόν — ψιθυρισμός whispering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • шептать — шепчу, шёпот, род. п. а, укр. шептати, шепчу, шепiт, род. п. оту, шепт, род. п. шепту шопот , блр. шептаць судачить, клеветать , др. русск. шьпътъ ψιθυρισμός, шьпътати ψιθυρίζειν, русск. цслав. шьпътьникъ наушник, клеветник , ст. слав. шьпътати… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”